λιποβαρές

λιποβαρές
το недовес

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λιποβαρές" в других словарях:

  • λιπόβαρος — λιπόβαρος, η, ο και λιποβαρής, ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει βάρος λιγότερο από το κανονικό: Σ’ αυτό το εστιατόριο πάντα μας σερβίρουν λιπόβαρες μερίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»